Cookie Consent by Free Privacy Policy Generator
English   |   Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024

Προτού πέσει στο τζάμι το χρώμα του ηλιοβασιλέματος

Μου περιγράφει τις χώρες που γύρισε, τις πόλεις που είδε. Περιγράφει τη Ρώμη. Περιγράφει το Παρίσι. Μου δείχνει τις φωτογραφίες που έβγαλε μπροστά στον Πύργο της Πίζας. Ο πύργος μοιάζει σαν να πέφτει και εκείνος τον κρατά με το ένα του χέρι για να μην πέσει. Το άλμπουμ του είναι γεμάτο. Οι αναμνήσεις του πλούσιες. Ένας τραγουδιστής του δρόμου στις Βρυξέλλες. Κήποι λεβάντας στην Ολλανδία. Ένας Βίκινγκ στη Στοκχόλμη. Μια βόλτα με πλοιάριο στον Τάμεση. Όταν μου είπε ότι πήγε ακόμα και στους Καταρράκτες του Νιαγάρα στην Αμερική, δεν μπόρεσα να αντέξω και τον ρώτησα: «Πήγες στον Καταρράκτη της Χαντάρας;» Δεν κατάλαβε. «Της Χαντάρας», είπα. «Δεν τον άκουσα ποτέ, δεν τον ξέρω. Πού είναι;» ρώτησε. «Στην Κύπρο», του είπα.     

 

Είναι Κύπριος, όμως δεν το άκουσε ποτέ. «Είναι στο χωριό Φοινί», του είπα. «Φοινί; Και αυτό δεν το άκουσα ποτέ». «Άκουσες την Κυπερούντα;» «Δεν την άκουσα». «Τη Λάνια;» «Όχι»! «Ξέρεις ότι σε αυτό το νησί υπάρχουν εφτά χωριά με το όνομα Καλό Χωριό;» «Δεν το ξέρω». Τι καταπληκτικοί άνθρωποι είμαστε εμείς οι Κύπριοι. Γυρίζουμε τον κόσμο. Όμως δεν γνωρίζουμε την πατρίδα μας.

 

Σε αυτό το νησί υπάρχουν χωριά που πρώτη φορά ακούμε το όνομά τους. Γύρισα και εγώ τον κόσμο. Μέχρι τα βάθη της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας. Είδα τις στέπες. Χαιρέτισα τα καράβια που έπλεαν στη Βαλτική Θάλασσα από τον κολπίσκο της Φινλανδίας. Πέρασα από τα χιονισμένα βουνά της Κριμαίας. Πήγα στον Πύργο Σέιχ Σιαμίλ στον Καύκασο. Ήπια γάλα καμήλας που ονομάζεται κιμίζ και «καμράν». Πήγα στο παλάτι στο οποίο μοιράστηκε ο κόσμος στη Γιάλτα. Είδα τις καρέκλες που κάθισαν οι Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ. Έβγαλα φωτογραφίες στα μακριά πέτρινα σκαλιά της Οδησσού. Παρακολούθησα το καράβι του Ναζίμ στο λιμάνι. Όμως, αντιλήφθηκα αργά και εγώ ότι στην Κύπρο υπάρχει ένα Φοινί, μια Λάνια, μια Κυπερούντα και άλλα πολλά χωριά που δεν ξέρω καν το όνομά τους και δεν πήγα ποτέ. Μετά τα μέρη που είδα και γύρισα, ήθελα να μην μείνει μέρος που να μην έχω πάει σε αυτό το νησί.

 

Τι καταπληκτικοί άνθρωποι είμαστε εμείς οι Κύπριοι. Πάντα θέλουμε να φύγουμε για κάποια μέρη. Το πνεύμα μας είναι πνεύμα μετανάστη. Μπήκε στο πνεύμα μας η ιστορία και όχι η θαυμάσια γεωγραφική μας περιοχή. Η ιστορία έγινε ένα μαύρο σύννεφο και πέρασε πάνω από τα βουνά μας, τις θάλασσές μας, τα πευκοδάση μας, τα τρεχούμενα νερά μας, τα γιασεμιά μας και τα φούλια μας. Μετατραπήκαμε σε ανθρώπους που όταν βρίσκονται σε μακρινά μέρη νοσταλγούν την πατρίδα τους και όταν βρίσκονται στην πατρίδα τους νοσταλγούν μακρινά μέρη. Αγνοί χωρικοί μου κερνούν ζιβανία σε ένα χωριό που βρίσκεται ανάμεσα σε πευκοδάση. Χωρικοί που κοιτάνε πάντοτε με υποψία τους αστούς. Έμοιαζαν με τους δικούς μας χωρικούς και οι χωρικοί που είδα στην άλλη άκρη του κόσμου. Υποψιασμένοι, αλλά φιλόξενοι. Μια μέρα έστησαν ένα τραπέζι για εμένα στη χώρα των στεπών. Πρώτα έβαλαν στο πιάτο μου τα μάτια του ζώου που έσφαξαν. «Αυτά είναι για να βλέπεις καλύτερα μπροστά», είπε ο σοφός με τη λευκή γενειάδα. Δεν τα έφαγα. Ύστερα έβαλε στο πιάτο μου τα αφτιά. «Αυτά είναι για να ακούς καλύτερα», είπε. Δεν τα έφαγα. Στο τέλος έβαλε και τη γλώσσα του ζώου. «Και αυτό είναι για να έχεις γλυκιά γλώσσα», είπε. Δεν την έφαγα. Να μην το θεωρήσουν ασέβεια. Μου πρόσφεραν ζιβανία οι άνθρωποι που ήρθαν στο κέφι σε ένα πεζοδρόμιο στο Όμοδος. Με σουτζούκο με καρύδια. Δεν αρνήθηκα. Όταν περνώ μέσα από τα ορεινά χωριά σκέφτομαι ότι δεν είναι καθόλου μικρό αυτό το νησί.   

 

Εμείς γίναμε μετανάστες χωρίς να πάμε σε μακρινά μέρη. Νοσταλγούμε την πατρίδα μας ευρισκόμενοι στην ίδια την πατρίδα μας. Μήπως η πατρίδα έγινε ξένη για εμάς ή εμείς γίναμε ξένοι για εκείνη; Δεν το ξέρουμε. Δεν επέστρεψαν όσοι πήγαν στο Λονδίνο. Δεν επέστρεψαν όσοι πήγαν στην Αυστραλία. Δεν επέστρεψαν όσοι πήγαν στον Καναδά. Πήγα στη χερσόνησο του Πόρτλαντ να δω τα ανίψια μου που για πενήντα χρόνια δεν πέρασαν έστω και μία φορά από τούτα εδώ τα μέρη αφότου έφυγαν απ' εδώ. Ήθελα να τους πάρω στο Φοινί και να βγάλουμε μαζί φωτογραφία μπροστά στον Καταρράκτη της Χαντάρας. Και ύστερα περνώντας και τον Απόστολο Ανδρέα να φτάσω στη Γαληνόπορνη και να ατενίσω τη θάλασσα από μια βουνοκορφή. Ξέρω, δεν μιλούν καθόλου όσοι κάθονται πλάι-πλάι και ατενίζουν τη θάλασσα. Βυθίζονται στη σιωπή. Διότι αυτά που ζήσαμε είναι αχανή όσο οι θάλασσες και βαθιά όσο οι ωκεανοί. Δεν έπρεπε να κουραστούμε τόσο πολύ από τη γνώση και από την κατανόηση. Έπρεπε να στείλουμε χαιρετίσματα στην αγαπημένη πάλι. Προτού πέσει στο τζάμι το χρώμα του ηλιοβασιλέματος.

 

Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ

Πηγή: Εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ»