Ο επισκέπτης του Φοινιού αποχαιρετά το χωριό συνήθως με ένα κουτί φοινιώτικα λουκούμια στο χέρι. Θέλει να κρατήσει κάτι από τη γλύκα της επίσκεψης του στο χωριό και το φοινιώτικο λουκούμι φαίνεται να είναι ότι πιο ταιριαστό.
Η τέχνη της παρασκευής του φοινιώτικου λουκουμιού εισήχθη στο Φοινί από τον Φυλακτή Πηλαβάκη ή απλά τον «Ζαχαροπλάστη» όπως ήταν γνωστός. Ο άνθρωπος αυτός έζησε από παιδί για αρκετά χρόνια στην Αίγυπτο και εκεί έμαθε την τέχνη του λουκουμιού. Όταν γύρισε στην Κύπρο το 1930 έφερε μαζί του την τέχνη αυτή και άρχισε να την εξασκεί από τότε στο Φοινί.
Η Παρασκευή του λουκουμιού δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο παρασκευαστής του αρχίζει τη δουλειά του από πολύ νωρίς το πρωί. Αφού διαχωρίσει τα υλικά που θα χρειαστεί στη σωστή αναλογία, (ζάχαρη, νησιαστέν, διάφορες αρωματικές ουσίες και φυσικά νερό), τοποθετεί το «χαρτζί» (μεγάλο καζάνι) στη «νησκιά» (ειδικός τόπος για να βράζει το «χαρτζί»). Βάζει έπειτα τα υλικά που διαχώρισε μέσα στο χαρτζί και ανάβει την φωτιά, που δεν πρέπει να είναι πολύ δυνατή και αρχίζει σιγά σιγά το ψήσιμο.
Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αρχίσει ένα συνεχές ανακάτωμα του μίγματος μέσα στο χαρτζί που κρατάει ώρες πολλές. Στην αρχή, βέβαια, το μίγμα είναι αραιό και το ανακάτεμα γίνεται σχετικά εύκολα. Αργότερα όμως όταν αρχίζει να πήζει το μίγμα βαραίνει και το ανακάτεμα γίνεται αρκετά δύσκολη και κουραστική δουλειά. Και επειδή κρατάει ώρες, ένας μόνος του δεν μπορεί. Χρειάζεται τη βοήθεια κάποιου συνεργάτη για να ανταλλάζονται και να ξεκουράζει ο ένας τον άλλο.
Αφού ψηθεί το λουκούμι και τελειώσει επιτέλους το ανακάτεμα του, κατεβαίνει το χαρτζί από τη φωτιά και το περιεχόμενο του χύνεται σε ξύλινα καλούπια, όπου μένει μέχρι την άλλη μέρα για να κρυώσει. Την επομένη μέρα κόβεται σε μικρά κομματάκια και αφού πασπαλιστεί με λεπτή ζάχαρη μπαίνει σε κουτιά και είναι πλέον έτοιμο.
Τα φοινιώτικα λουκούμια είναι γνωστά σε όλη την Κύπρο και στο εξωτερικό.