Πατρίδα δεν βαρυγγωμώ που πήρες το παιδί μου, που σπάραξες την καρδούλα μου και έσφιξες την ψυχή μου.
Μα έχω ένα παράπονο και δεν θα σου το κρύψω, σε ποια ραχούλα να το πω σε πια γωνιά να σκύψω, να γονατίσω ταπεινά το χώμα να φιλήσω, δυο λόγια μου να σου ειπώ, δυο δάκρυα να χύσω.
Το δάκρυ είναι παρηγοριά, στην θλίψη και στον πόνο, ψέματά δεν θα σου ειπώ πως δεν θα κρυφό λιώνω.
Ωχ πατρίδα μου γλυκιά το κάθε παλικάρι να μην κρατά ένα σταυρό στην μέση, και πάνω πάνω να είναι το όνομα που θα πέσει. Δίπλα να είν’ οι φίλοι του και οι τόσοι σύντροφοί του να του καρφώνουν τον σταυρό για την ανάμνησή του.
Ποια μάνα, μάνα μου γλυκιά δεν θα πάει φτερωτή με τέτοια θησαυρό, είπε η μάνα η μικρή στην μάνα την μεγάλη, έβγα να πάρεις τα βουνά και όπου ειδής να θάλλεις, δάφνη στεφάνη δροσερό πέσε και προσευχήσου, γονάτισε και φίλησε γιατί είναι το παιδί σου.
Αν είναι πολλά και αμέτρητά της δάφνης τα κλωνάρια και αν πλανισθείς και μπερδευτείς τα τόσα παλληκάρια, πέτρωσε την καρδούλα σου και σφίξε την ψυχή σου στον κόσμο τον αληθινό θε να βρεις το παιδί σου.